- επίτομος
- Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή.
* * *-η, -ο (AM ἐπίτομος, -ον) [επιτέμνω]σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας»)μσν.φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» — σύντομα, περιληπτικάαρχ.1. συντετμημένος, κομμένος(«καλοῡσι δ’ οί τέκτονες ἐπίτομα ταῡτα, διὰ τὸ πρὸς τὴν χρείαν οὕτω τέμνειν», Θεόφρ.)2. βραχύς, σύντομος («ἐπίτομος ὁδός», Δίον. Αλ.)3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἐπίτομαοι συντομότεροι δρόμοι.επίρρ...επιτόμωςσύντομα, συνοπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.